παραμισθώ

παραμισθώ
-όω, Α
(συν. το μέσ.) παραμισθοῡμαι, -όομαι
μισθώνω, νοικιάζω κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μισθῶ (< μισθός), πρβλ. εκ-μισθώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”